καλαμοειδής

καλαμοειδής
-ές (Α καλαμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με καλάμι, αυτός που έχει σχήμα καλαμιού.
επίρρ...
καλαμοειδῶς (Α)
όμοια με καλάμι, με σχήμα καλαμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ειδής (πρβλ. αγκιστρο-ειδής, σταυρο-ειδής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλαμοειδῆ — καλαμοειδής reed like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καλαμοειδής reed like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καλαμοειδής reed like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμοειδεῖς — καλαμοειδής reed like masc/fem acc pl καλαμοειδής reed like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμοειδές — καλαμοειδής reed like masc/fem voc sg καλαμοειδής reed like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμοειδοῦς — καλαμοειδής reed like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμοειδῶς — καλαμοειδής reed like adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”