καλαμοειδῆ — καλαμοειδής reed like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καλαμοειδής reed like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καλαμοειδής reed like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμοειδεῖς — καλαμοειδής reed like masc/fem acc pl καλαμοειδής reed like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμοειδές — καλαμοειδής reed like masc/fem voc sg καλαμοειδής reed like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμοειδοῦς — καλαμοειδής reed like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμοειδῶς — καλαμοειδής reed like adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… … Dictionary of Greek